Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

ΕΧΕΙ ΤΥΧΕΙ...

Έχει τύχει να τραγουδίσω σε άδειες αίθουσες συναυλιών. Έχει συμβεί να μην τραγουδίσω για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Έχει τύχει να φτιάχνουμε ήχο για δύο ώρες, να μην εμφανίζεται κανείς στο μαγαζί και να παίζουμε για τον μαγαζάτορα. Έχει τύχει να τραγουδίσω στα καλύτερα θέατρα, ανοικτά και κλειστά, στο δρόμο, σε περατζάδες κανταδόρικες, σε πισίνες ξενοδοχείων με τουρίστες που έκαναν φιγούρες καταδυτικές, σε πλατείες -πεινασμένος- ξορκίζοντας την τσίκνα απ’ τα σουβλάκια που προωθούσε ο άνεμος από τις παραπλήσιες υπαίθριες ψησταριές. Έτυχαν συναυλίες αδιάφορες και κάποιες -ελάχιστες- που δάκρυσα πάνω στη σκηνή. Έτυχε να συναντήσω κι εκείνη τη γυναίκα μια Kυριακή πρωί στο Θησείο. Άγνωστή μου, με ρώτησε αν ακούω κλασσική μουσική. Μου χάρισε ένα c.d. με τους παλιάτσους του Leoncavalo. Αποχωριζόταν κάποιους δίσκους. Της κόρης που είχε χάσει πριν από χρόνια. Η κόρη ήταν μουσικός. Για εκείνη έμαθε να παίζει πιάνο στα εξηνταπέντε της χρόνια, για να την αισθάνεται όπως είπε, πάντα κοντά της. Μου μίλησε για εκείνη και για την μουσική. Καθώς απομακρυνόταν δακρυσμένη, ψέλλισε μόνο πως «εκείνη πρέπει να είναι κάπου στις Ινδίες».

Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ;

Με το τέλος της ακροάσεως ο δίσκος που βρισκόταν στο cd player επέστρεψε στη θήκη του και αμφότερα στο ράφι των ψηφιακών δίσκων στον τομέα της φολκ μουσικής. Εγώ ακούμπησα στην πλάτη του καναπέ και σε πέντε λεπτά επρόκειτο να βγώ μέχρι το περίπτερο για εφημερίδα. Τί επρόκειτο όμως να κάνει η μουσική που άκουγα δευτερόλεπτα πριν; Όχι το cd ή η θήκη που περιελάμβαναν τη μουσική, αλλά το ίδιο το “δημιούργημα” που άκουγα. Το δημιούργημα, αντανάκλαση του οποίου εμπεριέχεται στους δίσκους και μουσικές αποσπασματικές φράσεις του μπορώ να σιγομουρμουρώ όλη την υπόλοιπη μέρα, με τον ίδιο ακριβώς μηχανισμό που ανακαλώ στη μνήμη μου πρόσωπα που έχω πολύ καιρό να δω, πού βρίσκεται; Η απάντηση για δημιουργήματα άλλων τεχνών, είναι πολύ πιο σύντομη και άμεση. Για παράδειγμα, στη ζωγραφική ή τη γλυπτική πιθανές απαντήσεις θα μπορούσαν να είναι: στο Πράδο, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, στο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη, απλά και ξεκάθαρα. Τί γίνεται όμως με τη μουσική, τη λογοτεχνία ή το θέατρο; Τις τέχνες όπου το δημιούργημα έρχεται να ζωντανέψει στο μυαλό μας με εγκεφαλικές διεργασίες σε οριζόντια κίνηση με άξονα το χρόνο και πεδίο προβολής τον νου; Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Ασφαλώς η απάντηση δεν μπορεί να βασιστεί σε δεδομένα απτά, ρεαλιστικά, στη σφαίρα που διέπεται από νόμους φυσικούς. Είναι απαραίτητο να επικαλεστούμε τη Μούσα της ποίησης, την αντισυμβατικότητα της φαντασίας και την παιδική ονειροποιία για να αφουγκραστούμε τους κατευθυντήριους ανεμοδείκτες που με ακρίβεια θα μας υποδείξουν............... «τη φανταστική λέσχη των μετέωρων δημιουργημάτων του ανθρώπινου πνεύματος».

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Αδηφάγο τέρας ή σύγχρονος παγκόσμιος μέντορας; Μία διαστημική μαύρη τρύπα ή ο κυριώτερος άξονας μετάδοσης της μουσικής; Πιθανότατα η αλήθεια να πατάει και στις δύο πλευρές. Πρώτα από όλα θα πρέπει να κάνουμε λόγο γιά τα πραγματικά όρια που σε κάθε περίπτωση διαμορφώνοται από τις εταιρείες μουσικής παραγωγής και κυρίως αφορούν το ίδιο συμφέρον. Ο έλεγχος που ασκείται πάνω στους καλλιτέχνες κάθε βαθμίδας απορρέει απο το γεγονός πως τα έξοδα της όποιας δισκογραφικής παραγωγής, studio, μουσικοί, ηχολήπτες κ.α. καλύπτονται από τις ίδιες τις εταιρείες που φυσικό είναι να επιζητούν το χαμηλότερο δυνατό κόστος παραγωγής με τη μέγιστη ανταπόδοση. Επομένως, κάθε δραστηριότητα σε οποιοδήποτε στάδιο, περνά από μικροσκόπιο περιορίζοντας έτσι κάθε ¨σπατάλη¨. Παράλληλα, ενώ παρατηρούμε όλοι πως οι δισκογραφικές εταιρείες, συγχωνεύονται για να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό, δεν διστάζουν να επενδύσουν τεράστια ποσά σε καλλιτέχνες ή συγκροτήματα από τα οποία προσδοκούν πως θα κάνουν απόσβεση. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Οι εταιρείες παραγωγής δίσκων ως μέλη μιας ευρύτερης πολιτιστικής βιομηχανίας, κατα μία έννοια προκαθορίζουν τον πολιτιστικό χώρο. Οδηγούν το ενδιαφέρον του κοινού, σε ομογενονοποιητικά υποπροϊόντα ευτελούς καλλιτεχνικής αξίας και μικρής διάρκειας πλήν όμως με τεράστιες πωλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Πως όμως επιτυγχάνεται αυτό; Όλοι γνωρίζουμε πως τα σκάρτα προϊόντα απορρίπτονται από τον ίδιο τον καταναλωτή και αυτό είναι νόμος της αγοράς. Γιατί παρ` όλα αυτά κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην τέχνη και κατ` επέκταση στη μουσική πραγματικότητα; Μία χαλασμένη ηλεκτρική συσκευή ή κάποιο σαπισμένο λαχανικό θα οδηγούσε τον κάθ` ένα μας στο γραφείο παραπόνων και στην άμεση αντικατάστασή του. Κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο ότι θα συμβεί και για ένα καλλιτεχνικώς σάπιο έργο. Οι αισθητικές αντιλήψεις στα πλαίσια μιας κοινωνίας είναι αποτέλεσμα πολλών ετερογενών παραγώντων όπως η εκπαίδευση, το περιβάλλον, η οικονομική κατάσταση, ο ρόλος των καλλιτεχνών και γενικότερα των ανθρώπων του πνεύματος, ο πολιτικός λόγος και πρακτική. Όταν οι παραπάνω παράγοντες βρεθούν στο ίδιο πολυφασματικό χωνευτήρι με τις ανάγκες πολυεθνικών, κρατικών, ιδιωτικών και άλλων συμφερώντων τότε και τα αισθητικά κριτήρια περί του ωραίου και της σχέσης του με την τέχνη, ατονούν γιατί δεν συνάδουν με την μαζική κατανάλωση ή στην καλύτερη των περιπτώσεων αναπροσαρμόζονται. Δεν υπάρχει στην τέχνη ορισμός των ελάχιστων αισθητικών κριτηρίων και ούτε είναι δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο, καθώς οποιαδήποτε υπερβολή θα άγγιζε τα όρια της λογοκρισίας, θα μπορούσε όμως να γίνει κουβέντα γιά ένα συγκροτημένο σχέδιο μέσα από τις προτάσεις όλων των ενδιαφερόμενων θεσμών και φορέων, πολιτείας, δισκογραφικών εταιρειών, μουσικών ιδρυμάτων, μουσικών σωματείων, φορέων διαχείρησης πνευματικών δικαιωμάτων, ενώσεις καταναλωτών και όσων άλλων εμπλέκονται στο εμπόριο ή την διακίνηση της μουσικής. Μπορούμε ίσως να παρέμβουμε στην διαδικασία διακίνησης της μουσικής μέσω μιάς μεθοδευμένης παρέμβασης που θα βασίζεται στην επιλεκτικότητα των ενημερομένων και υποψιασμένων καταναλωτών.

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

«ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ...»

Επιστρέφοντας σπίτι, μετά την πορεία της 13ης Φεβρουαρίου στο κέντρο της Αθήνας, με αφορμή το ασφαλιστικό, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να διακατέχεται από αίσθημα απογοήτευσης... Ο λόγος δεν είναι ούτε φιλοσοφικός ούτε πολιτικός. Είναι απλά τεχνικός!!! Αφορμή στάθηκε το γεγονός πως κατά την διάρκεια της πορείας με ακολουθούσε ομάδα εργαζομένων της οποίας προπορευόταν γυναίκα, η οποία δεν κατείχε την «ΤΕΧΝΗ του ΣΥΝΘΗΜΑΤΕΊΝ», τέχνη παμπάλαια, που απαιτεί να κατέχει κανείς γνώσεις πάνω σε ένα ευρύ πεδίο γνωστικών αντικειμένων. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι αυτά που ακούγαμε δεν ήταν συνθήματα αλλά τηλεφωνικές υπηρεσίες πληροφοριών ή ενημέρωση για το υπόλοιπο του χρόνου ομιλίας στο καρτοκινητό. Αυτός που αναλαμβάνει το άχθος του να εμπνέεται και να φωνάζει συνθήματα πρέπει να κατέχει βασικές γνώσεις: α) Ορθοφωνίας, για να μπορούν να καταλάβουν οι υπόλοιποι τι θα φωνάξουν. Είναι αυτονόητο πως ο έχων το γενικό πρόσταγμα δεν πρέπει να βασανίζεται από οποιασδήποτε μορφής δυσλεξία ούτως ώστε να αποφεύγονται συνθήματα του τύπου, Δε... δεν θα περαραάσει! Δεν γίνεται, πετάει έξω το μέτρο. β) Ρητορικής. Τα συνθήματα πρέπει να είναι εμπνευσμένα, εύστοχα και σύντομα για να μπορούν να τα θυμηθούν αυτοί που θα τα επαναλάβουν. γ) Μετρικής της ποίησης. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει ελεύθερο μέτρο, αντιθέτως χρειαζόμαστε οργανωμένη συλλαβοθέτηση που σίγουρα θα επιδέχεται (αν δεν απαιτεί) ομοιοκαταληξία. δ) Μουσικής. Το μέτρο που θα ακολουθείται, είναι αναγκαίο να υπηρετεί τον λόγο- άλλωστε καθυποβάλλεται απ’ αυτόν- για να μην χαθεί η προσωδία κι εμφανιστούν φαινόμενα παρατονισμού. ε) Ηχοληψίας, για να μπορεί να διορθώσει ενδεχόμενη βλάβη στη ντουντούκα...

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

MONKEY

Μια αγαπημένη μου συνήθεια των τελευταίων ετών είναι να παρακολουθώ τις μουσικές διαδικασίες ( αρμονικές αλληλουχίες, ρυθμικά σχήματα, samples, backing vocals κ.α.) των νεο παραγώμενων τραγουδιών, ως επι το πλείστον της σύγχρονης Ελληνικής παραγωγής. Σε κάποιες περιπτώσεις οι παρατηρήσεις οδηγούν σε πολύ ενδιαφέρουσες ταυτίσεις καθώς συναντούμε τραγούδια με πανομοιότυπη αρμονική αλληλουχία έτσι ώστε να μπορούν να τραγουδηθούν είτε στην πρωτότυπη μελωδία είτε στην «εμπνευσμένη» νέα προσαρμογή. Σε άλλο πεδίο παρατήρησης, η ενορχήστρωση και η χρήση των οργανικών και φωνητικών effects ταυτίζεται ακριβώς με το πρότυπο. Μέσα στο 2007 απολύθηκε απο μουσικό κανάλι τηλεοπτικός παραγωγός, ακριβώς γιατί προσπάθησε να παρουσιάσει σε αντιπαραβολή, ηχητικά δημιουργήματα σύγχρονου αρχαιονόματου έλληνα τραγουδοποιού, με εκ συμπτώσεως προγενέστερα, πανομοιότυπα άσματα!! Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός της άκρατης, ασύστολης και άκριτης μίμησης (η λέξη όχι με τη θεατρική της έννοια ασφαλώς) η οποία κατατρέχει τα κοπάδια των όψιμων τραγουδιστών που αντί να ερμηνεύουν με το, όποιο, δικό τους φωνητικό χαρακτηριστικό μαϊμουδίζουν αναιτίως. Η βιομηχανία του θεάματος ασφαλώς υποθάλπει αυτό το φαινόμενο όχι μόνο με την προβολή του από τα μ.μ.ε. αλλά και με την απορρόφηση από την δισκογραφία των μονάδων εκείνων με τη μεγαλύτερη προσδόκιμη ανταποδοτικότητα. «Ο μαζικός πολιτισμός » αναφέρει ο Τέρι Ήγκλετον «δεν είναι το αναπόδραστο προϊόν της βιομηχανικής κοινωνίας, αλλά το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης μορφής εκβιομηχάνισης που οργανώνει την παραγωγή με σκοπό το κέρδος και όχι την χρήση, που ενδιαφέρεται για αυτό που θα πουλήσει παρά για ό,τι είναι πολύτιμο». Αυτό που ενδιαφέρει τiς εταιρείες είναι το εύκολο γρήγορο κέρδος ενώ για το πεδίο της έρευνας, του πειραματισμού, της πρόκλησης της μοναδικότητας και του άγνωστου ούτε λόγος.

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2008

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ- ΜΟΥΣΙΚΗ- ΕΙΚΟΝΑ

Η αναμφισβήτητα συγγενική σχέση των δύο τεχνών έγινε άμεσα ορατή από τον πρώτο κιόλας καιρό της εμφάνισης του σελιλόιντ. Στα πρώτα βήματα του κινηματογράφου -βωβού αρχικά- η μουσική, παιγμένη ζωντανά, συνόδευε μελωδικά τις χωρίς ομιλία κινούμενες εικόνες του πανιού προσπαθώντας με ελάχιστα μέσα να προσδώσει ένταση, αγωνία, μελαγχολικό τόνο, αίσθηση ανακούφισης ή χαράς στο θεατή. Ουσιαστικά δηλαδή από την πρώτη στιγμή η μουσική είχε αναλάβει αυτόν τον ρόλο, ισοδύναμο στη σχέση, της αισθητικής και ψυχολογικής ολοκλήρωσης του σεναριακού γεγονότος. Τα μέσα που υπήρχαν ήταν ελάχιστα, αρχικά ένα πιάνο, το οποίο και αποτέλεσε το μοχλό ώστε ο κινηματογράφος να αποκτήσει αυτή τη νέα διάσταση της ηχητικής επένδυσης. Αργότερα όταν ο κινηματογράφος έγινε ‘‘ομιλών’’ [1927] το μουσικό στοιχείο έγινε αναπόσπαστο κομμάτι, ένα δομικό υλικό θα μπορούσαμε να πούμε της έβδομης τέχνης. Μικρές και μεγάλες ορχήστρες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, ενώ παράλληλα τα τεχνικά μέσα και τα studio, κυρίως του Hollywood, παρείχαν νέες δυνατότητες. .Η αποδοχή βέβαια της νέας πραγματικότητας δεν έγινε εν μία νυκτί. Από την μια πλευρά κανείς επιχειρηματίας – στουντιάρχης δεν ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει επενδύοντας σε κάτι τόσο νέο και άγνωστο όπως ο ήχος στις κινηματογραφικές αίθουσες, από την άλλη δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου ο κακός συντονισμός ήχου και εικόνας, εξαιτίας της έλλειψης εξειδικευμένων μηχανημάτων, προκαλούσε κωμικοτραγικές καταστάσεις μέσα στις αίθουσες προβολών και οδηγούσε τους αιθουσάρχες σε απόγνωση. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως τα εύρωστα, νεόδμητα εκείνη την εποχή, studio της Μέκκας του κινηματογράφου στις ανατολικές ακτές των Η.Π.Α. συντηρούσαν δικές τους συμφωνικές ορχήστρες για τις ανάγκες των δικών τους παραγωγών, πράγμα το οποίο στις μέρες μας φαντάζει αδιανόητο, αν αναλογιστούμε το κόστος, και την αμφίβολη βιωσιμότητα πολλών ορχηστρών, αυτό όμως είναι μία άλλη πονεμένη ιστορία… Συνέπεια λοιπόν αυτής της κατάστασης ήταν να ακμάσει ένα νέο υβριδικό μουσικό είδος που δικαίως θεωρείται η συμφωνική μουσική του εικοστού αιώνα, στους κόλπους του οποίου αναπτύχθηκαν ρεύματα και νέα μουσικά στυλ, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που το μουσικό περιβάλλον αυτονομείται και στέκεται ως αυθύπαρκτο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, πολλοί ήταν και οι πραγματικά μεγάλοι συνθέτες λόγιας μουσικής που βοήθησαν να δημιουργηθεί το ηχητικό περιβάλλον των κινηματογραφικών έργων. Ενδεικτικά αναφέρω τον Ντ. Σοστακόβιτς, Μαξ Στάινερ, Α. Ονεγκέρ . ..ενώ στον Camille Saint-Sans αποδίδεται η πρώτη απόπειρα σύνθεσης κινηματογραφικής μουσικής το 1908 για την κινηματογραφική απόδοση του θεατρικού έργου ΄΄ L’ assesinat du Duc de Gruise’’ έργο Νο 128, για έγχορδα, πιάνο και αρμόνιο. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο λοιπόν οι δύο τέχνες ως θεμελιώδη υλικά μίας νέας συνδιαστικής τέχνης συνυπήρξαν όπως και συνεχίζουν να συνυπάρχουν ως στοιχεία αλληλεπιδραστικά. Έχουμε όμως κάποια αλλαγή στα δεδομένα. Ενώ στα πρώτα βήματα του κινηματογράφου η μουσική λειτούργησε σαν υποστηρικτικός μοχλός της εικόνας, η τελευταία, φαίνεται να ανταποδίδει τα "χρωστούμενα." Αναμφισβήτητα η εικόνα αποτελεί τον πιο δυνατό κρίκο στη δομή λειτουργίας της βιομηχανίας του θεάματος. Η μουσική παραγωγή ουσιαστικά αναβαπτίζεται μέσω της "εικόνας", από τη μια πλευρά, ακούγοντας μουσική ενώ παρακολουθούμε το video clip, το οπτικό δηλαδή συμπλήρωμα του "προιόντος" και από την άλλη, βελτιστοποιώντας την εικόνα του καλλιτέχνη, μουσικού συνόλου κ.ο.κ. Η εικόνα του καλλιτέχνη, λοιπόν, μέσω ενός δικτύου υποστηρικτικών μηχανισμών που κατά περίπτωση μπορεί να αποτελείται από ατζέντηδες, στυλίστες, κομμωτές, μουσικούς παραγωγούς, καλλιτεχνικούς συμβούλους, δημοσιογράφους, διαφημιστές, χορηγούς, μακιγιέρ, μπαίνει στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος. Σε κάποιες περιπτώσεις δε, από τον πολύ συνωστισμό δεν βρίσκεται χώρος για την αληθινή καλλιτεχνική δημιουργία. O Ζακ Ντεριντά [στο βιβλίο: Υπερηχογραφήματα της τηλεόρασης.Mαγνητοσκοπιμένες συνομιλίες. Ζακ Ντεριντά- Μπερνάρ Στιγκλέρ, αναφέρει πως “ εάν όλα τα ζητήματα σήμερα συγκεντρώνονται στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση είναι γιατί ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπήρξε μια, ας πούμε για συντομία , τεχνο-καλλιτεχνική παραγωγή άμεσα συνδεδεμένη με μια παγκόσμια αγορά τέτοιων διαστάσεων¨ H εικόνα λοιπόν έχει εγκατασταθεί στο ψηλότερο σκαλί, έχοντας ως κινητήρια πρώτη ύλη τα μηχανάκια μέτρησης κάθε είδους θέασης, ενώ η πρωτογενής καλλιτεχνική παραγωγή, αυτή που σε κάθε περίπτωση διέπεται από την βαθιά γνώση, την ανάγκη της αναζήτησης του νέου λόγου και του έρωτα προς την τέχνη, φαίνεται να μην απασχολεί και πολλούς.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2008

GPS

Είχα προλάβει (λέει) ένα απο τα τελευταία εισιτήρια για την “Μποέμ” (για την πρεμιέρα φυσικά) στη Νέα Λυρική Σκηνή... Το βράδυ της παράστασης έβρεχε δυνατά, έτσι, αναγκάστηκα να πάρω ταξί. Στη διαδρομή ακούγαμε στο τρίτο πρόγραμμα τα Liebeslieder valses του Brahms. Η βροχή είχε δυναμώσει και οι δρόμοι άρχισαν να μετατρέπονται σε ρυάκια. Στρίψαμε αριστερά στη λεωφόρο Δ. Μητρόπουλου και αφού διανύσαμε περίπου ένα χιλιόμετρο, μπλοκάραμε σ’ ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα ακριβώς έξω από το κτίριο του Αρχείου Ελληνικής Δισκογραφίας και Κέντρου Μελετών και Εφαρμογών των Νέων Τεχνολογιών στη Μουσική Επιστήμη. Βγήκαμε δεξιά, πήραμε το παράλληλο στενό που μας έβγαλε στην οδό Ι. Ξενάκη που για καλή μου τύχη είχε ροή. Τα φώτα στο κέντρο της πόλης είχαν χαμηλή τάση, κάτι που, σε συνδυασμό με το νερό της βροχής πάνω στο τζάμι του ταξί έδινε ένα τόνο noir στην διαδρομή μου. - «Πού ακριβώς θέλετε να κατεβείτε;» με διέκοψε ο οδηγός. - «Εδώ, εδώ, στο θέατρο», του απάντησα. Είχαμε ήδη φτάσει στην οδό Μ. Καλογεροπούλου και δεν το είχα καταλάβει...