Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Αδηφάγο τέρας ή σύγχρονος παγκόσμιος μέντορας; Μία διαστημική μαύρη τρύπα ή ο κυριώτερος άξονας μετάδοσης της μουσικής; Πιθανότατα η αλήθεια να πατάει και στις δύο πλευρές. Πρώτα από όλα θα πρέπει να κάνουμε λόγο γιά τα πραγματικά όρια που σε κάθε περίπτωση διαμορφώνοται από τις εταιρείες μουσικής παραγωγής και κυρίως αφορούν το ίδιο συμφέρον. Ο έλεγχος που ασκείται πάνω στους καλλιτέχνες κάθε βαθμίδας απορρέει απο το γεγονός πως τα έξοδα της όποιας δισκογραφικής παραγωγής, studio, μουσικοί, ηχολήπτες κ.α. καλύπτονται από τις ίδιες τις εταιρείες που φυσικό είναι να επιζητούν το χαμηλότερο δυνατό κόστος παραγωγής με τη μέγιστη ανταπόδοση. Επομένως, κάθε δραστηριότητα σε οποιοδήποτε στάδιο, περνά από μικροσκόπιο περιορίζοντας έτσι κάθε ¨σπατάλη¨. Παράλληλα, ενώ παρατηρούμε όλοι πως οι δισκογραφικές εταιρείες, συγχωνεύονται για να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό, δεν διστάζουν να επενδύσουν τεράστια ποσά σε καλλιτέχνες ή συγκροτήματα από τα οποία προσδοκούν πως θα κάνουν απόσβεση. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Οι εταιρείες παραγωγής δίσκων ως μέλη μιας ευρύτερης πολιτιστικής βιομηχανίας, κατα μία έννοια προκαθορίζουν τον πολιτιστικό χώρο. Οδηγούν το ενδιαφέρον του κοινού, σε ομογενονοποιητικά υποπροϊόντα ευτελούς καλλιτεχνικής αξίας και μικρής διάρκειας πλήν όμως με τεράστιες πωλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Πως όμως επιτυγχάνεται αυτό; Όλοι γνωρίζουμε πως τα σκάρτα προϊόντα απορρίπτονται από τον ίδιο τον καταναλωτή και αυτό είναι νόμος της αγοράς. Γιατί παρ` όλα αυτά κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην τέχνη και κατ` επέκταση στη μουσική πραγματικότητα; Μία χαλασμένη ηλεκτρική συσκευή ή κάποιο σαπισμένο λαχανικό θα οδηγούσε τον κάθ` ένα μας στο γραφείο παραπόνων και στην άμεση αντικατάστασή του. Κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο ότι θα συμβεί και για ένα καλλιτεχνικώς σάπιο έργο. Οι αισθητικές αντιλήψεις στα πλαίσια μιας κοινωνίας είναι αποτέλεσμα πολλών ετερογενών παραγώντων όπως η εκπαίδευση, το περιβάλλον, η οικονομική κατάσταση, ο ρόλος των καλλιτεχνών και γενικότερα των ανθρώπων του πνεύματος, ο πολιτικός λόγος και πρακτική. Όταν οι παραπάνω παράγοντες βρεθούν στο ίδιο πολυφασματικό χωνευτήρι με τις ανάγκες πολυεθνικών, κρατικών, ιδιωτικών και άλλων συμφερώντων τότε και τα αισθητικά κριτήρια περί του ωραίου και της σχέσης του με την τέχνη, ατονούν γιατί δεν συνάδουν με την μαζική κατανάλωση ή στην καλύτερη των περιπτώσεων αναπροσαρμόζονται. Δεν υπάρχει στην τέχνη ορισμός των ελάχιστων αισθητικών κριτηρίων και ούτε είναι δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο, καθώς οποιαδήποτε υπερβολή θα άγγιζε τα όρια της λογοκρισίας, θα μπορούσε όμως να γίνει κουβέντα γιά ένα συγκροτημένο σχέδιο μέσα από τις προτάσεις όλων των ενδιαφερόμενων θεσμών και φορέων, πολιτείας, δισκογραφικών εταιρειών, μουσικών ιδρυμάτων, μουσικών σωματείων, φορέων διαχείρησης πνευματικών δικαιωμάτων, ενώσεις καταναλωτών και όσων άλλων εμπλέκονται στο εμπόριο ή την διακίνηση της μουσικής. Μπορούμε ίσως να παρέμβουμε στην διαδικασία διακίνησης της μουσικής μέσω μιάς μεθοδευμένης παρέμβασης που θα βασίζεται στην επιλεκτικότητα των ενημερομένων και υποψιασμένων καταναλωτών.

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

«ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ...»

Επιστρέφοντας σπίτι, μετά την πορεία της 13ης Φεβρουαρίου στο κέντρο της Αθήνας, με αφορμή το ασφαλιστικό, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να διακατέχεται από αίσθημα απογοήτευσης... Ο λόγος δεν είναι ούτε φιλοσοφικός ούτε πολιτικός. Είναι απλά τεχνικός!!! Αφορμή στάθηκε το γεγονός πως κατά την διάρκεια της πορείας με ακολουθούσε ομάδα εργαζομένων της οποίας προπορευόταν γυναίκα, η οποία δεν κατείχε την «ΤΕΧΝΗ του ΣΥΝΘΗΜΑΤΕΊΝ», τέχνη παμπάλαια, που απαιτεί να κατέχει κανείς γνώσεις πάνω σε ένα ευρύ πεδίο γνωστικών αντικειμένων. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι αυτά που ακούγαμε δεν ήταν συνθήματα αλλά τηλεφωνικές υπηρεσίες πληροφοριών ή ενημέρωση για το υπόλοιπο του χρόνου ομιλίας στο καρτοκινητό. Αυτός που αναλαμβάνει το άχθος του να εμπνέεται και να φωνάζει συνθήματα πρέπει να κατέχει βασικές γνώσεις: α) Ορθοφωνίας, για να μπορούν να καταλάβουν οι υπόλοιποι τι θα φωνάξουν. Είναι αυτονόητο πως ο έχων το γενικό πρόσταγμα δεν πρέπει να βασανίζεται από οποιασδήποτε μορφής δυσλεξία ούτως ώστε να αποφεύγονται συνθήματα του τύπου, Δε... δεν θα περαραάσει! Δεν γίνεται, πετάει έξω το μέτρο. β) Ρητορικής. Τα συνθήματα πρέπει να είναι εμπνευσμένα, εύστοχα και σύντομα για να μπορούν να τα θυμηθούν αυτοί που θα τα επαναλάβουν. γ) Μετρικής της ποίησης. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει ελεύθερο μέτρο, αντιθέτως χρειαζόμαστε οργανωμένη συλλαβοθέτηση που σίγουρα θα επιδέχεται (αν δεν απαιτεί) ομοιοκαταληξία. δ) Μουσικής. Το μέτρο που θα ακολουθείται, είναι αναγκαίο να υπηρετεί τον λόγο- άλλωστε καθυποβάλλεται απ’ αυτόν- για να μην χαθεί η προσωδία κι εμφανιστούν φαινόμενα παρατονισμού. ε) Ηχοληψίας, για να μπορεί να διορθώσει ενδεχόμενη βλάβη στη ντουντούκα...

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

MONKEY

Μια αγαπημένη μου συνήθεια των τελευταίων ετών είναι να παρακολουθώ τις μουσικές διαδικασίες ( αρμονικές αλληλουχίες, ρυθμικά σχήματα, samples, backing vocals κ.α.) των νεο παραγώμενων τραγουδιών, ως επι το πλείστον της σύγχρονης Ελληνικής παραγωγής. Σε κάποιες περιπτώσεις οι παρατηρήσεις οδηγούν σε πολύ ενδιαφέρουσες ταυτίσεις καθώς συναντούμε τραγούδια με πανομοιότυπη αρμονική αλληλουχία έτσι ώστε να μπορούν να τραγουδηθούν είτε στην πρωτότυπη μελωδία είτε στην «εμπνευσμένη» νέα προσαρμογή. Σε άλλο πεδίο παρατήρησης, η ενορχήστρωση και η χρήση των οργανικών και φωνητικών effects ταυτίζεται ακριβώς με το πρότυπο. Μέσα στο 2007 απολύθηκε απο μουσικό κανάλι τηλεοπτικός παραγωγός, ακριβώς γιατί προσπάθησε να παρουσιάσει σε αντιπαραβολή, ηχητικά δημιουργήματα σύγχρονου αρχαιονόματου έλληνα τραγουδοποιού, με εκ συμπτώσεως προγενέστερα, πανομοιότυπα άσματα!! Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός της άκρατης, ασύστολης και άκριτης μίμησης (η λέξη όχι με τη θεατρική της έννοια ασφαλώς) η οποία κατατρέχει τα κοπάδια των όψιμων τραγουδιστών που αντί να ερμηνεύουν με το, όποιο, δικό τους φωνητικό χαρακτηριστικό μαϊμουδίζουν αναιτίως. Η βιομηχανία του θεάματος ασφαλώς υποθάλπει αυτό το φαινόμενο όχι μόνο με την προβολή του από τα μ.μ.ε. αλλά και με την απορρόφηση από την δισκογραφία των μονάδων εκείνων με τη μεγαλύτερη προσδόκιμη ανταποδοτικότητα. «Ο μαζικός πολιτισμός » αναφέρει ο Τέρι Ήγκλετον «δεν είναι το αναπόδραστο προϊόν της βιομηχανικής κοινωνίας, αλλά το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης μορφής εκβιομηχάνισης που οργανώνει την παραγωγή με σκοπό το κέρδος και όχι την χρήση, που ενδιαφέρεται για αυτό που θα πουλήσει παρά για ό,τι είναι πολύτιμο». Αυτό που ενδιαφέρει τiς εταιρείες είναι το εύκολο γρήγορο κέρδος ενώ για το πεδίο της έρευνας, του πειραματισμού, της πρόκλησης της μοναδικότητας και του άγνωστου ούτε λόγος.